Η υπέρταση είναι μια χρόνια πάθηση στην οποία η αρτηριακή πίεση είναι αυξημένη, γεγονός που ωθεί την καρδιά να εργάζεται πιο εντατικά από το φυσιολογικό για να κυκλοφορεί το αίμα στο σώμα. Σε κατάσταση ηρεμίας η συστολική πίεση κυμαίνεται από 100 έως 140 mmHg και η διαστολική από 60 μέχρι 90 mmHg. Η συστολική πίεση (ο μεγάλος αριθμός που μας λέει ο ιατρός όταν μετράει την πίεση) είναι η πίεση μέσα στις αρτηρίες όταν η καρδιά χτυπά και στέλνει το αίμα στην αορτή. Η διαστολική πίεση είναι η πίεση όταν η καρδιά χαλαρώνει ανάμεσα σε 2 διαδοχικούς παλμούς. Το mmHg σημαίνει χιλιοστά στήλης υδραργύρου και είναι η διεθνής μονάδα μέτρησης της αρτηριακής πίεσης.
Η υπέρταση αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για σοβαρές καταστάσεις της υγείας όπως το εγκεφαλικό, το έμφραγμα, την καρδιακή ανεπάρκεια, τα ανευρύσματα των αρτηριών, την περιφερική αρτηριακή νόσο και τη χρόνια νεφρική νόσο, ενώ γενικά μειώνει το προσδόκιμο όριο ζωής. Η αρτηριακή πίεση δεν είναι σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Αυξάνεται κατά τη σωματική άσκηση, σε ψυχολογική φόρτιση (στρες, θυμός), ενώ είναι χαμηλότερη όταν το άτομο είναι ξεκούραστο ή κοιμάται. Επίσης κατά τις πρωινές ώρες μετά το ξύπνημα η πίεση είναι αυξημένη και σταθεροποιείται σταδιακά κατά την διάρκεια της ημέρας μέχρι τις νυχτερινές ώρες του ύπνου που φτάνει στα χαμηλότερα επίπεδα. Περίπου στους 7/10 υπερτασικούς παρατειρείται η φυσιολογική μείωση της πίεσης κατά τις ώρες του ύπνου σε σχέση με την πίεση της ημέρας. Αυτοί λέγονται dippers. Από την άλλη όσοι δεν το παρουσιάζουν αυτό λέγονται non-dippers και είναι πιο επιρρεπείς σε εγκεφαλικό επεισόδιο ή έμφραγμα.
Πότε έχουμε υπέρταση;
Σε ένα ενήλικο άτομο αναγνωρίζουμε υπέρταση, όταν η συστολική πίεση του αρτηριακού αίματος είναι 140 mmHg και άνω ή/και η διαστολική πίεση είναι από 90mmHg και άνω. Η υπέρταση μπορεί να είναι είτε πρωτοπαθής είτε δευτεροπαθής. Η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (περίπου 90–95%) είναι περιστατικά πρωτοπαθούς υπέρτασης, δηλαδή υψηλή αρτηριακή πίεση χωρίς προφανές εμφανές ιατρικό αίτιο. Όταν μπορεί να εντοπιστεί άμεση αιτία για την υψηλή πίεση του αίματος τότε υπάρχει δευτεροπαθής υπέρταση. Κάποιες αιτίες δευτεροπαθούς υπέρτασης είναι η νεφρική νόσος, οι όγκοι ή άλλες ανωμαλίες που προκαλεί η επινεφρίτιδα, τα αντισυλληπτικά χάπια, η εγκυμοσύνη και τα φάρμακα που συστέλλουν τα αιμοφόρα αγγεία.
Υπέρταση: Αιτίες
Η υπέρταση είναι συνδεδεμένη με τον καθημερινό τρόπο ζωής, αφού την επηρεάζει άμεσα. Βασικές αιτίες που αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο για υπέρταση είναι το κάπνισμα και η παχυσαρκία, ενώ ο συσχετισμός του άγχους με την υπέρταση δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί ξεκάθαρα. Πιο αναλυτικά, σχετικά με την παχυσαρκία εκτιμάται ότι το 60% των υπερτασικών είναι κατά >20% υπέρβαροι. Όσον αφορά τις διατροφικές συνήθειες, πέραν των πλούσιων σε κορεσμένα λίπη φαγητών που αυξάνουν το βάρος, η υπέρταση σχετίζεται και με την πρόσληψη μαγειρικού αλατιού μέσω της διατροφής, ενώ η χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου και καλίου, η κατανάλωση οινοπνευματωδών, το ψυχοκοινωνικό στρες και η απουσία σωματικής άσκησης έρχονται να συμπληρώσουν την εικόνα των αιτιών της υπέρτασης. Δεν είναι όμως μόνο το αλάτι υπεύθυνο για την υπέρταση αλλά και η ζάχαρη και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό, αφού όπως υποστηρίζουν μελέτες, η φρουκτόζη που προστίθεται σε επεξεργασμένα τρόφιμα και ποτά είναι ο σημαντικότερος παράγοντας στην ανάπτυξη της υπέρτασης. Τέλος, άλλοι δυο παράγοντες που προκαλούν υπέρταση είναι η υπνική άπνοια και ο θυρεοειδής. Όταν στον ύπνο η αναπνοή διακόπτεται και το επίπεδο του οξυγόνου στο σώμα κατεβαίνει, ο εγκέφαλος στέλνει μηνύματα για να αυξηθεί η ροή του οξυγόνου στην καρδιά και τον εγκέφαλο, κάτι που προκαλεί σύσφιξη των αιμοφόρων αγγείων. Όσον αφορά τον θυρεοειδή, έρευνα το 2007 έδειξε την άμεση σχέση υποθυρεοειδισμού και υπέρτασης.
Υπέρταση: Κρίσεις
Όταν το άτομο έχει πολύ αυξημένη αρτηριακή πίεση, τότε λέμε ότι παρουσιάζει «κρίση υπέρτασης». Μπορεί να μην εμφανίζει συμπτώματα, αλλά είναι πιθανό να έχει πονοκεφάλους, ζαλάδες, οπτική επιδείνωση, δύσπνοια λόγω καρδιακής ανεπάρκειας ή αίσθημα αδιαθεσίας. Μια κρίση υπέρτασης συμβαίνει όταν υπάρχουν ενδείξεις άμεσης βλάβης σε ένα ή περισσότερα όργανα λόγω αυξημένης πίεσης. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται γρήγορη μείωση της αρτηριακής πίεσης για να σταματήσουν οι βλάβες στα όργανα.
Υπέρταση: Αντιμετώπιση
Ο ασθενής με υπέρταση θα πρέπει να κάνει αρχικά μη φαρμακευτικές, σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής του που περιλαμβάνουν διατροφικές αλλαγές, απώλεια βάρους και διακοπή καπνίσματος, για τον περιορισμό των παραγόντων κινδύνου και την πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η ένταξη στην καθημερινότητα καθημερινής φυσικής δραστηριότητας, η διακοπή του καπνίσματος, η μείωση του στρες και η ελάττωση της πρόσληψης οινοπνεύματος, αλατιού και καφεΐνης στη διατροφή συμβάλλουν στην πρόληψη της υπέρτασης και των καρδιαγγειακών επεισοδίων. Τα αντιυπερτασικά φάρμακα που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι τα διουρητικά, οι αναστολείς των β-υποδοχέων, οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου και της αγγειοτενσίνης και οι ανταγωνιστές του ασβεστίου με παρατεταμένη δράση. Τα φάρμακα αυτά θα πρέπει να συστήνονται από ιατρό και είναι αποτελεσματικά ανάλογα με τη μορφή της αρτηριακής πίεσης. Σίγουρα θα πρέπει να υπάρχει 24ωρη καταγραφή των μεταβολών της πίεσης με το σύστημα Holter και μόλις αξιολογηθούν τα αποτελέσματα των μετρήσεων να γίνεται θεραπεία με χρήση ενός φαρμάκου στην αρχή και με συνδυασμό φαρμάκων αργότερα αν αποτύχει το ένα.
Η επιλογή των φαρμάκων και των συνδυασμών τους πρέπει να εξατομικεύονται λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, τη βαρύτητα της υπέρτασης, τους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων, τα συνυπάρχοντα νοσήματα, τις παρενέργειες και τη συχνότητα των δόσεων. Σε προηγούμενα χρόνια ο υπερτασικός ασθενής είχε πολύ σύντομο προσδόκιμο όριο ζωής, καθώς απειλούνταν άμεσα από εγκεφαλικά επεισόδια, έμφραγμα, καρδιακή ανεπάρκεια και ανεύρυσμα αορτής. Με τις εξελίξεις πάνω στον τομέα αυτόν τα σύγχρονα φάρμακα για την υπέρταση έχουν ελαττώσει σημαντικά τις επιπλοκές της υψηλής αρτηριακής πίεσης.