Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι μια πάθηση κατά την οποία η καρδιά δεν μπορεί να αντλήσει αρκετό αίμα για να το διοχετεύσει επαρκώς στο υπόλοιπο σώμα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ικανοποιηθούν οι απαραίτητες λειτουργίες και οι μεταβολικές ανάγκες του οργανισμού. Στην καρδιακή ανεπάρκεια το οξυγόνο δεν φτάνει για να θρέψει τους μυες και τα όργανα του σώματος και έτσι ο ασθενής εμφανίζει εύκολα κόπωση. Συν τοις άλλοις μαζεύεται περισσότερο αίμα στις φλέβες περιμένοντας να γυρίσει στην καρδιά, κάτι που προκαλεί αύξηση της πίεσης μέσα σε αυτές με αποτέλεσμα να αρχίσουν να βγαίνουν υγρά στους γύρω ιστούς, κυρίως στα πόδια και την κοιλιά και να μαζεύεται υγρό στους πνεύμονες. Έτσι προκαλούνται τα κύρια συμπτώματα της καρδιακής ανεπάρκειας που είναι η εύκολη κόπωση και η δύσπνοια.

Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι μια χρόνια πάθηση και σπάνια μπορεί να αναπτυχθεί ξαφνικά. Ακόμη μπορεί να έχει επιπτώσεις στη δεξιά, την αριστερή ή και τις δύο πλευρές της καρδιάς. Στη δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια η δεξιά κοιλία της καρδιάς χάνει τη δυνατότητά της να αντλεί επαρκή ποσότητα αίματος από την περιφέρεια προς τους πνεύμονες, για να οξυγονωθεί, ενώ στην αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια σημαίνει ότι εξασθενεί η δυνατότητα της καρδιάς να αντλεί το οξυγονωμένο αίμα από τους πνεύμονες και να το στέλνει στην περιφέρεια. Δυστυχώς ένα ποσοστό ασθενών της τάξεως του 40% αναμένεται να έχει μοιραία κατάληξη μέσα σε 5 έτη, με το ποσοστό αυτό να φτάνει το 80% όταν η διάγνωση αργήσει και γίνει στα προχωρημένα στάδια της νόσου. Άρα είναι πολύ σημαντικό ο ασθενής να επισκεφθεί άμεσα τον καρδιολόγο ώστε να γίνει εγκαίρως διάγνωση της πάθησης.

Καρδιακή Ανεπάρκεια: Συμπτώματα

Στην καρδιακή ανεπάρκεια τα συμπτώματα είναι πιθανό να διαφέρουν μεταξύ των ασθενών ανάλογα με τον τύπο της. Σε αρχικό στάδιο μπορεί να είναι ασυμπτωματική αν όμως εξελιχθεί, τα συμπτώματα γίνονται πιο σοβαρά. Συμπτώματα που προκαλούνται από τη συγκέντρωση υγρού και την ανεπαρκή ροή του αίματος προς το σώμα. Σημάδια που πρέπει να ανησυχήσουν τον ασθενή είναι ο πόνος στο στήθος που διαρκεί και δεν περνάει με υπογλώσσιο χάπι και η δύσπνοια μετά από κάποια δραστηριότητα ή το αίσθημα κούρασης, η ταχυκαρδία και η αρρυθμία. Αν επίσης φουσκώνει η κοιλιά ή ο ασθενής έχει βάρος στο δεξί μέρος της και παρουσιάζει βήχα, ανορεξία, ναυτία και πρήξιμο στα πόδια τότε θα πρέπει να το αναφέρει στο γιατρό του.

Καρδιακή Ανεπάρκεια: Αιτίες

Η κύρια αιτία που προκαλεί την καρδιακή ανεπάρκεια είναι η στεφανιαία νόσος, η στένωση δηλαδή των αιμοφόρων αγγείων που τροφοδοτούν την καρδιά με αίμα. Μπορεί επίσης να εκδηλωθεί αν μια ασθένεια ή μια ουσία αποδυναμώσει το μυοκάρδιο ή αλλοιώσει τη δομή του. Ένα έμφραγμα του μυοκαρδίου επίσης ακινητοποιεί τμήματα της καρδιάς ελαττώνοντας τις δυνάμεις της. Τέλος μια υπέρταση που δεν έχει αντιμετωπιστεί μπορεί να καταλήξει σε καρδιακή ανεπάρκεια, αφού η καρδιά καλείται να υπερλειτουργήσει λόγω της αυξημένης πίεσης στα αγγεία και εξαντλείται, ενώ ασθένειες όπως το φύσημα, η αναιμία, ο υπερθυρεοειδισμός και ο υποθυρεοειδισμός, συμβάλλουν στη γενική εικόνα.

Καρδιακή Ανεπάρκεια: Διάγνωση

Όταν ο ασθενής υποψιαστεί ότι έχει καρδιακή ανεπάρκεια ή κάποια από τα συμπτώματά της, τότε θα επισκεφτεί τον ιατρό. Εκείνος θα λάβει το ιστορικό του και θα τον εξετάσει και αν υποπτευθεί ότι πάσχει από καρδιακή ανεπάρκεια θα τον παραπέμπψει να κάνει ορισμένες εξετάσεις για να το επιβεβαιώσει και να καταλάβει την αιτία της. Ο ασθενής θα κάνει ηλεκτροκαρδιογράφημα και στη συνέχεια ακτινογραφία θώρακος και εξετάσεις αίματος για ανάλυση. Το υπερηχογράφημα καρδιάς είναι πολύτιμο και δείχνει το μέγεθος του προβλήματος. Προκειμένου να συμπληρώσει τις πληροφορίες που χρειάζεται ο ιατρός ενδέχεται να παραπέμψει τον ασθενή σε εξετάσεις αερίων αίματος, δοκιμασίας κόπωσης, σε σπινθηρογράφημα, στεφανιογραφία, αξονική τομογραφία κ.α.

Καρδιακή Ανεπάρκεια: Θεραπεία

Αν το άτομο πάσχει από καρδιακή ανεπάρκεια ο ιατρός θα πρέπει να το παρακολουθεί τακτικά, τουλάχιστον κάθε 3 έως 6 μήνες, ενώ παράλληλα πρέπει γίνονται εξετάσεις (πχ υπερηχοκαρδιογράφημα) και να ελέγχεται η λειτουργία της καρδιάς. Η πιο αποτελεσματική θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας γίνεται με φάρμακα και αλλαγή του τρόπου ζωής. Η φαρμακευτική θεραπεία περιλαμβάνει διουρητικά, β-αναστολείς, αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου (α-ΜΕΑ) και αναστολείς αλδοστερόνης που παρατείνουν την επιβίωση των ασθενών. Επίσης τα διουριτικά βελτιώνουν την ποιότητα ζωής καθώς βοηθούν στην αποσυμφόρηση του ασθενή αυξάνοντας την αποβολή των υγρών και του αλατιού. Σε προχωρημένα στάδια καρδιακής ανεπάρκειας γίνεται αμφικοιλιακή βηματοδότηση, εμφυτεύονται συσκευές μηχανικής υποβοήθησης της αριστερής κοιλίας και τέλος υπάρχει και η περίπτωση της μεταμόσχευση καρδιάς. Όσον αφορά αυτά που μπορεί να κάνει πριν και μετά ο ασθενής με καρδιακή ανεπάρκεια, σημαντικό ρόλο παίζει το καθημερινό περπάτημα, η σωστή διατροφή χωρίς αλάτι και αποφυγή καπνίσματος και αλκοόλ. Σημαντική προϋπόθεση είναι να παίρνει ο ασθενής τα φάρμακα που του έδωσε ο ιατρός χωρίς να παραλείπει κανένα, να κρατάει σημειώσεις με τα σκευάσματα και τις δόσεις και αν του έχει τοποθετηθεί βηματοδότης ή απινιδωτής πρέπει να είναι σε άμεση επαφή με τον ιατρό και το εργαστήριο για παρακολούθηση και έλεγχο.