H διαδερμική αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας εφαρμόζεται με επιτυχία από το 2007 και είναι μια αναίμακτη επεμβατική τεχνική, που δεν απαιτεί την χρήση εξωσωματικής κυκλοφορίας και γενική αναισθησία, ενώ έχει και μικρό αριθμό ημερών νοσηλείας. Η στένωση της αορτικής βαλβίδος είναι μία από τις πιο συχνές καρδιοαγγειακές παθήσεις άνω των 75 ετών. Πρόκειται για συρρίκνωση του ιστού του στομίου της βαλβίδος που δεν επιτρέπει την επαρκή ροή αίματος στην κυκλοφορία, με συνέπεια δύσπνοια και αιφνίδιο θάνατο. Ασθενείς με αορτική στένωση που όμως δεν έχουν συμπτώματα, παρουσιάζουν επίσης μεγάλο κίνδυνο θανάτου αν δε χειρουργηθούν. Στη διαδερμική αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας, τοποθετείται με τη βοήθεια ειδικού καθετήρα μια νέα βαλβίδα στη θέση της φθαρμένης παλιάς, χωρίς να απαιτείται «ανοικτό» χειρουργείο. Ο καθετήρας στον οποίο είναι τοποθετημένη η νέα βαλβίδα προωθείται στην καρδιά, είτε από τη μηριαία αρτηρία είτε από την κορυφή της καρδιάς.
Γιατί επιλέγουμε τη διαδερμική αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας;
Η κλασική χειρουργική αντικατάσταση είναι η συνήθης μέθοδος αντιμετώπισης και μια πολύ σύνθετη διαδικασία. Η επέμβαση γίνεται με γενική αναισθησία, ανοίγει χειρουργικά ο θώρακας και διακόπτεται προσωρινά η λειτουργία της καρδιάς, με την κυκλοφορία να συντελείται μέσω μηχανικής υποστήριξης (εξωσωματικά). Ο χειρουργός απομακρύνει την προβληματική βαλβίδα και εμφυτεύει μια καινούργια μεταλλική ή βιοπροσθετική. Όμως η στένωση της αορτικής βαλβίδας είναι νόσος που προσβάλλει κυρίως άτομα προχωρημένης ηλικίας και άρα είναι πολύ πιθανό να συνυπάρχουν και άλλες παθήσεις που καθιστούν δύσκολη έως αδύνατη μια τόσο σοβαρή χειρουργική επέμβαση για την υγεία του ασθενούς. Τέτοιες παθήσεις είναι η στεφανιαία νόσος, εγκεφαλικά επεισόδια, η νεφρική ανεπάρκεια, η αναπνευστική ανεπάρκεια, η ηπατική ανεπάρκεια, η περιφερική αγγειοπάθεια κ.α. Η αλλαγή βαλβίδας με ανοικτή καρδιοχειρουργική επέμβαση κάποιες φορές συνοδεύεται από σοβαρές επιπλοκές, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο (7-17% των περιπτώσεων), και θάνατο (3-5% περίπου των εγχειρήσεων). Περίπου το 33% των ασθενών με στένωση της αορτικής βαλβίδας και ηλικία μεγαλύτερη των 75 χρονών δεν υποβάλλονται σε χειρουργείο εξαιτίας αυτού του αυξημένου κινδύνου.
Το πρόβλημα αυτό έρχεται να λύσει η διαδερμική αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας (επέμβαση TAVR) που αποτελεί μια νέα μέθοδο εμφύτευσης αορτικής βαλβίδας χωρίς την ανάγκη ανοιχτής χειρουργικής επεμβάσεως, αλλά διαδερμικά, χωρίς αναισθησία, με τη νέα βαλβίδα να εισάγεται από τη μηριαία ή την υποκλείδιο αρτηρία και με βραχύχρονη αποθεραπεία. Όπως προαναφέρθηκε είναι μια καινούρια μέθοδος, άρα δεν είναι γνωστό μακροχρόνια πόσο αντέχουν οι βαλβίδες. Επομένως είναι μια επέμβαση που ενδείκνυται σε μεγάλης ηλικίας άτομα τα οποία δεν έχουν άλλη λύση θεραπείας, αλλά όχι σε νεαρής ηλικίας ασθενείς. Σε αυτούς προτιμάται η κλασική χειρουργική προσέγγιση επειδή μας ενδιαφέρει η μακροβιότητα της εμφυτευόμενης βαλβίδος. Επίσης είναι πολύ πιο εύκολο να αντέξει ο οργανισμός τους την επέμβαση καθώς είναι πιο υγιείς.
Διαδερμική αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας: Ποια η διαδικασία;
Η βιοπροσθετική βαλβίδα προσαρμόζεται πάνω σε ένα καθετήρα και κατευθύνεται μέσω της αρτηρίας στη θέση της στενωμένης αορτικής βαλβίδας. Εκεί απελευθερώνεται στην κατάλληλη θέση, είτε με το φούσκωμα ενός μπαλονιού είτε με άλλους μηχανισμούς και συμπιέζει την παλιά βαλβίδα στα τοιχώματα της ρίζας της αορτής Το ποσοστό επιτυχίας εμφύτευσης φτάνει ως και το 98%.
Συνήθως η είσοδος γίνεται από τη μηριαία αρτηρία και στους ασθενείς που έχουν στενώσεις στις αρτηρίες των κάτω άκρων χρησιμοποιούνται εναλλακτικές είσοδοι, όπως η προσπέλαση μέσω του θώρακα όπου ο καθετήρας προωθείται μέσα από την κορυφή της καρδιάς ή μέσα από την ανιούσα αορτή και η διαϋποκλείδιος προσπέλαση κατά την οποία ο καθετήρας μπαίνει από την υποκλείδια αρτηρία.
Κατάλληλοι ασθενείς για Διαδερμική Αντικατάσταση Αορτικής Βαλβίδας
Η διαδερμική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας εφαρμόζεται σε ασθενείς στους οποίους η χειρουργική αντιμετώπιση έχει πολύ υψηλό κίνδυνο για επιπλοκές. Η καταλληλότητα του ασθενούς ελέγχεται με 24ωρη παραμονή στο νοσοκομείο, όπου υποβάλλεται σε σειρά εξετάσεων. Γίνεται πλήρης αιματολογικός και βιοχημικός έλεγχος, στεφανιογραφία, αγγειογραφίες αρτηριών των άκρων και θωρακικής-κοιλιακής αορτής, αξονική τομογραφία, σπιρομέτρηση, υπερηχοκαρδιογράφημα, εξετάσεις αίματος, αναισθησιολογική εξέταση, καρδιοχειρουργική εξέταση και άλλες εξετάσεις ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε ασθενούς. Τα αποτελέσματα όλων των εξετάσεων συλλέγονται και υπολογίζεται ένας δείκτης που εκφράζει τον πιθανό κίνδυνο της χειρουργικής αντικατάστασης της αορτικής βαλβίδας. Ειδική ομάδα ιατρών κρίνει αν ο ασθενής είναι κατάλληλος υποψήφιος για διαδερμική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας και τον ενημερώνει προκειμένου να επιστρέψει στο νοσοκομείο για να κάνει την επέμβαση. Σπάνιες επιπλοκές της διαδερμικής αντικατάστασης είναι πιθανοί τραυματισμοί στα σημεία της παρακέντησης, επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας, αιμορραγίες και λοιμώξεις, όμως οι επιπλοκές θεωρούνται σπάνιες και είναι μικρότερης σημασίας συγκριτικά με το όφελος της επιτυχημένης επέμβασης που θα σώσει μια ζωή. Με το πέρας της επέμβασης χρειάζονται 1-2 ημέρες νοσηλείας στην εντατική μονάδα και 3-5 μέρες στο καρδιολογικό τμήμα του νοσοκομείου, ενώ η μετέπειτα ανάρρωση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που έχουν να κάνουν με τον ασθενή.
Όσο περνάει ο καιρός και συνεχίζουν να γίνονται επιτυχημένα αυτές οι επεμβάσεις, αλλά προοδεύει και η τεχνολογία, αναμένεται να μειωθούν ακόμα περισσότερο τα όσα μειονεκτήματα έχει η διαδερμική αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας και να χρησιμοποιηθεί η τεχνογνωσία και για την αντιμετώπιση και άλλων καρδιακών παθήσεων αλλά και για περισσότερες ομάδες με προβλήματα στένωσης.